- περινεφρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τους νεφρούς2. «περινεφρικό λίπος» — λιπώδης ιστός που περικλείει τους νεφρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perinephric (< περι- + νεφρός + κατάλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.